ναυλομεσίτης

ναυλομεσίτης
ο посредник по фрахтованию судна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ναυλομεσίτης" в других словарях:

  • ναυλομεσίτης — ο, θηλ. ναυλομεσίτρια, η ναυτ. μεσίτης που μεσολαβεί έναντι αμοιβής ανάμεσα στον πλοιοκτήτη και στον ναυλωτή για την πραγματοποίηση θαλάσσιας μεταφοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ναυλομεσίτης — ο αυτός που μεσολαβεί για τη ναύλωση πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυλομεσιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναυλομεσίτη («ναυλομεσιτικό γραφείο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναυλομεσιτικά η αμοιβή τού ναυλομεσίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλομεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»